- πλουτιστήριος
- πλουτιστήριος, bereichernd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πλουτιστήριος — α, ον, Α αυτός που μπορεί να καταστήσει κάποιον πλούσιο, πλουτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. βασανισ τήριος, χαρισ τήριος)] … Dictionary of Greek
πλουτιστήρια — πλουτιστήριος enriching neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)